- ταυτογενής
- -ές, Μαυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος με κάποιον άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὁμογενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
ταυτόσπορος — ον, Μ αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος με άλλον, ταυτογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) /ταυτ(ο) * + σπορος (< σπόρος), πρβλ. ὁμό σπορος] … Dictionary of Greek